κουριας

κουριας
    κουρίας
    -ου adj. m стриженый Luc., Diog.L.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "κουριας" в других словарях:

  • κουρίας — κουρίας, ὁ (Α) αυτός που έχει κουρεμένα μαλλιά («τὸν ἐν χρῷ κουρίαν ἐκεῑνον», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κουρά + επίθημα ίας*] …   Dictionary of Greek

  • κουρίας — κουρίᾱς , κουρίας one who wears his hair short masc acc pl κουρίᾱς , κουρίας one who wears his hair short masc nom sg (attic epic doric aeolic) κουρίᾱς , κουριάω need clipping imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουρίαι — κουρίας one who wears his hair short masc nom/voc pl κουρίᾱͅ , κουρίας one who wears his hair short masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουριᾶν — κουρίας one who wears his hair short masc gen pl (doric aeolic) κουριάω need clipping pres part act masc voc sg (doric aeolic) κουριάω need clipping pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) κουριάω need clipping pres part act masc nom sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουριέων — κουρίας one who wears his hair short masc gen pl (epic ionic) κουρίζω to be a youth fut part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουριῶν — κουρίας one who wears his hair short masc gen pl κουρίζω to be a youth fut part act masc nom sg (attic epic doric) κουριάω need clipping pres part act masc voc sg κουριάω need clipping pres part act neut nom/voc/acc sg κουριάω need clipping pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουρίαις — κουρίας one who wears his hair short masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουρίην — κουρίας one who wears his hair short masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουρία — κουρίᾱ , κουρίας one who wears his hair short masc nom/voc/acc dual κουρίας one who wears his hair short masc voc sg κουρίᾱ , κουρίας one who wears his hair short masc voc sg (attic) κουρίᾱ , κουρίας one who wears his hair short masc gen sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κουρίαν — κουρίᾱν , κουρίας one who wears his hair short masc acc sg (attic epic doric aeolic) κουρίας one who wears his hair short masc acc sg κουρίᾱν , κουριάω need clipping imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κουρίᾱν , κουριάω need clipping imperf… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»